7η εκδοχή
Η Ρήνη περπατούσε δεξιά και αριστερά στη μέση του δωματίου εμφανώς
ανήσυχη περιμένοντας τον γιατρό να μιλήσει. Όλες τις οι σκέψεις ήταν για τη
κόρη της , την μονάκριβη της , τι θα απογίνονταν η μικρή χωρίς εκείνη ;
Ο γιατρός έριξε άλλη μία ματιά στις σημειώσεις του, κατέβασε το
βλέμμα του και για στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή.
-Τι είναι γιατρέ;
Είναι κάτι σοβαρό; Τι έχω; Η αγωνία και ο φόβος στα μάτια της φαίνονταν
ολοκάθαρα καθώς περίμενε το γιατρό να
ανακοινώσει τη διάγνωση της.
-Δυστυχώς… πρέπει να
σας ενημερώσω πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Σύμφωνα με τα συμπτώματα
σας και τις αντιδράσεις του οργανισμού
σας , ο χρόνος ζωή σας είναι απροσδιόριστος όμως με αυτούς τους ρυθμούς,
ελάχιστος.
- Δεν γίνεται… δεν
είναι δυνατόν να είναι αλήθεια! Μα δεν γίνεται να κάνουμε τίποτα , κάποιο
φάρμακο κάτι ; Ο,τιδήποτε και αν χρειαστεί θα το κάνω όμως δεν μπορώ να φύγω,
δεν μπορώ να αφήσω τη κόρη μου μόνη της, είπε προσπαθώντας με δυσκολία να μην κλάψει.
-Το μόνο που θα
μπορούσα να κάνω είναι να σας δώσω κάποια φάρμακα για τον πόνο, όμως τίποτα
παραπάνω . Λυπάμαι πολύ.
Με αυτά τα τελευταία λόγια του γιατρού
η Ρήνη έφυγε από ιατρείο. Καθώς προχωρούσε στο δρόμο ,τα λόγια του γιατρού
παίζονταν σαν κασέτα ξανά και ξανά μες στο μυαλό της. Τρείς μήνες! Τι θα
μπορούσε να κάνει; Μια γυναίκα μόνη ,το παιδί τι θα το έκανε; Πως θα ζούσε;
Ποιος θα τη φρόντιζε; Δεν της πήγαινε καρδιά να το αφήσει στο ίδρυμα και
δεδομένου πως η μητέρα είχε φύγει από τη ζωή πριν τρια χρόνια η μικρή δεν είχε
κανένα άλλο συγγενή στο κόσμο εκτός… από τον Αντρέα.
Όσο θύμο και μίσος και αν ένιωθε για
εκείνον , ήταν η μονή της λύση. Έπρεπε να ξεχάσει την αξιοπρέπεια της και να
προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του για να δει αν ήταν πρόθυμος να αναλάβει
το παιδί τους. Ήξερε πως παρόλα τα ελαττώματα του ο Αντρέας αγαπούσε τα παιδιά
και θα κατόρθωνε να γίνει ένας σωστός πατέρας. Ύστερα λοιπόν από πολύ σκέψη η
Ρήνη αποφάσισε να ενημερώσει τον Αντρέα για την κατάσταση.
‘Αντρέα,
Ξέρω ότι
έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από
την τελευταία φορά που μιλήσαμε .Η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα δεν
είχα σκοπό να ξανά επικοινωνήσω ποτέ μαζί σου, όμως ζωή τα έφερε έτσι που η
κόρη σου , σε έχει τεράστια ανάγκη. Ξέρω ότι δεν σου έδωσα την ευκαιρία να τη
γνωρίσεις πότε στη δίνω όμως τώρα. Βλέπεις... δεν είμαι καλά στην υγεία μου, οι
γιατροί δεν μου δίνουν πολύ χρόνο ζωής. Σε ικετεύω μην την αφήσεις μόνη , είσαι
ο μόνος που της έχει απομείνει ...Μην αφήσεις να αδικηθεί η κορούλα μας για τα
δικά μας λάθη. Έλα να την πάρεις Αντρέα, να τη φροντίζεις και για τους δύο μας.
Σε περιμένω,
Ρήνη’
Δέκα μέρες πέρασαν και ο Αντρέας
ακόμη να φανεί. Η κατάσταση της Ρήνης χειροτέρευε. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε
να κάνει, απλά περίμενε.
Την
ενδέκατη μέρα καθώς η Ρήνη μαγείρευε άκουσε κάποιον να χτύπα την
εξώπορτα, έσπευσε και άνοιξε την πόρτα. Τότε ξεπρόβαλε μπροστά της εκείνος.
Αμέσως τα χρόνια μηδενίστηκαν. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σκέφτηκε.
-Μπορώ να περάσω;
-Ναι, φυσικά πέρνα. Είπε και έκανε ένα
βήμα πίσω για να περάσει ο Αντρέας.
- Ευχαριστώ.
Πρόσθεσε σιγανά.
-Τι; Για ποιο
πράγμα; Δεν ήρθα για εσένα , για το παιδί μου ήρθα , για το παιδί που πότε δεν
μου έδωσες την ευκαιρία να γνωρίσω. Για εκείνη ήρθα ,μόνο για εκείνη. Ήρθα να
την πάρω.
Η επιθετικότητα με την οποία της
μιλούσε ο Αντρέας την εξέπληξε δυσάρεστα, πίστευε πως ύστερα από τόσα χρόνια ο
θυμός θα είχε χαθεί , όμως έκανε λάθος.
-Συγνώμη
, ναι το ξέρω στη στέρησα όμως τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει; Τι θα της
έλεγα; Πως είναι παιδί έκτος γάμου; Ή ότι το μόνο που ένοιαζε το πατέρα της
ήταν λεφτά; Πίστευα πως έκανα το σωστό , πως χωρίς εσένα θα μεγάλωνε καλύτερα .
Η μοίρα όμως τα έφερε αλλιώς και έτσι τώρα σου δίνει την ευκαιρία που ποτέ δεν
σου έδωσα εγώ να μεγαλώσεις την κόρη σου. Στάματα λοιπόν να μου επιτίθεσαι ,τίποτα
από όλα αυτά δεν έχει νόημα πια ότι έγινε , έγινε. Σε παρακαλώ, έλα να
συζητήσουμε για το παιδί.
-Έχεις
δίκιο, η μοίρα μου δίνει τη δυνατότητα να αναθρέψω τη κόρη μου , κάτι που αν
δεν ήσουν τόσο ξεροκέφαλη θα μου είχες δώσει εσύ. Αν δεν είχες φύγει τότε
τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε. Θα
ήμασταν μία οικογένεια , θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Δεν με αγαπούσες όμως αρκετά
για να με εμπιστευτείς. Πίστευες ότι τα χρήματα τα ήθελα για εμένα , για ακόμη
μια φόρα όμως έκανες λάθος , για εσένα τα ήθελα. Δεν ήθελα να ζείς μες τη
μιζέρια , ήθελα να έχεις τα πάντα.
-Το ξέρω
, το ξέρω ότι με αγάπησες και εγώ το ίδιο
όμως η αγάπη σου για τα τάλαρα ήταν πιο δυνατή από τη δική μας. Και
σταμάτα επιτέλους να προσπαθείς να με γεμίσεις ενοχές , ξέρουμε πολύ καλά και
οι δύο πως τα χρήματα τα ήθελες για τα χρέη σου ούτε για εμένα ,ούτε για τίποτα
άλλο.
-Ναι ,
είναι αλήθεια είχα χρέη να ξεπληρώσω όμως , αφού τα τακτοποιούσα η ζωή μας θα
ήταν υπέροχη το σκέφτηκες ποτέ αυτό;
Σκεφ-
Οι λέξεις σταμάτησαν να αρθρώνονται απότομα
από τα χείλη του Ανδρέα , τα μάτια του παρατηρούσαν αργά το σώμα της Ρήνης να
σωριάζεται στο πάτωμα. Την πήρε στα χέρια του και πήγε τρέχοντας στο ιατρείο
δύο στενά πιο κάτω.
Παρατηρούσε με αγωνιά το γιατρό να εξετάζει το , σχεδόν άψυχο, σώμα
της Ρήνης . Ένιωθε την αναμονή να τον τρελαίνει και παρόλο που δεν είχε τη
δύναμη να το παραδεχτεί ,δεν θα άντεχε να την χάσει ξανά.
Ο γιατρός γύρισε προς την πλευρά του
Αντρέα προσπαθώντας ,μάταια, να τον κοιτάξει κατάματα.
-Πείτε μου γιατρέ , θα γίνει καλά ;
Πώς είναι;
-Κύριε μου πρέπει , να κρατήστε την
ψυχραιμία σας. Δυστυχώς, η κύρια είναι πολύ σοβαρά, οι ώρες που της απομένουν
είναι πολύ λίγες. Θα σας αφήσω να την αποχαιρετήσετε.
Προχώρησε διστακτικά και κάθισε στη
καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι που βρισκόταν αναίσθητη η Ρήνη και την κράτησε απ’
το χέρι. Τα μάτια του βούρκωσαν , όλες οι στιγμές που ήταν μαζί πέρασαν μπροστά
από τα ματιά του. Πόσο δίκιο είχες; Σκέφτηκε. Χαράμισα τόσα χρόνια ευτυχίας για
λίγα χρήματα.
-Πως σε άφησα να φύγεις ; Φώναξε και άρχισε
να κλαίει. Είχα τον αληθινό θησαυρό στα χέρια μου και τον άφησα τόσο εύκολα να
ξεγλιστρήσει. Περνούσαν οι ώρες και ο Αντρέας ακόμη εξιστορούσε στη Ρήνη πόσο
άθλια ήταν η ζωή του χωρίς εκείνη, πως κάθε μέρα που περνούσε μακριά της
υπέφερε και πως ότι της είχε πει μερικές ώρες πριν ήταν όλα ψέματα , ψέματα που
και ο ίδιος είχε πιστέψει για να μη νιώθει ένοχες. Σε όλα αυτά όμως υπήρξε μία
και μοναδική αλήθεια, ότι την αγάπησε και ότι ακόμη την αγαπούσε. Ύστερα από
κάποιες ώρες ο Αντρέας αποκοιμήθηκε εκεί δίπλα της. Όταν πλέον ξύπνησε το χέρι της ήταν παγωμένο και η
όψη της χλωμή , όταν την αντίκρισε ήξερε πως είχε φύγει ξανά , αυτή τη φορά για
πάντα.