Εκδοχή 8η ή μήπως 9η; Έχω χάσει το λογαριασμό, μπράβο στα παιδιά μας!!!!!!!
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Εκεί οι
δρόμοι του Ανδρέα και της Ειρήνης χώρισαν και ο καθένας διάλεξε τον δικό του. Η
Ειρήνη αποφάσισε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, ώστε να μην έχει ανάγκη κανέναν…ένα
βράδυ λοιπόν μπήκε κρυφά σε ένα από τα πλοία που μεταφέραν τα λαθραία
εμπορεύματα και πήρε τον δρόμο για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Η βάρκα ήταν ιταλική και έδεσε στην Ιταλία,
συγκεκριμένα στην Βενετία. Τις πρώτες μέρες της στην ξενιτιά τις πέρασε
γυρνοβολώντας το βράδυ στα σοκάκια αποφεύγοντας τους μεθυσμένους άντρες. Την
στεναχωρούσε ιδιαίτερα το ότι ζούσε στην πλουσιότερη εμπορική πόλη στον κόσμο
εκείνη την περίοδο και αυτή δεν είχε ούτε μισό τάλαρο. Αναγκασμένη πλέον να ζει
στους δρόμους και να τρώει από τα σκουπίδια των εστιατορίων , μια μέρα, ενώ
ήταν έτοιμη να τα παρατήσει το άστρο της τύχης της έλαμψε. Ένας άνθρωπος την
λυπήθηκε και της αποκρίθηκε στα ιταλικά ‘’ Μπορώ να σας βοηθήσω; Έχετε
χαθεί;’’. Εκείνη απάντησε τότε στα ελληνικά με σκυμμένο το κεφάλι: ‘’ Να
χαρείτε του λόγου σας δεν μιλάω ιταλικά!’’ Αυτός ξαφνιασμένος είπε : ‘’Ελληνίδα
είσαι μωρέ; Τι γυρεύεις εδώ μονάχη σου;. ‘’Τι να σας εξηγώ τώρα..’’ είπε εκείνη
με λυπημένο βλέμμα γεμάτο απελπισία. ‘’ Έλα μαζί μου να σε φιλέψω κάτι σπίτι
μου.’’ Αφού πήγε σπίτι του και του ανέλυσε όλη την ιστορία της και πως βρέθηκε
εδώ, εκείνος συγκινημένος της πρόσφερε δουλεία και στέγη στο μαγαζί πατέρα του.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ..
Η νέα
αρχή που τόσο περίμενε η πρωταγωνίστρια μας, επιτέλους έφτασε. Το νέο της
αφεντικό, συνονόματος του παλιού της έρωτα, ο Ανδρέας την έριξε κατευθείαν στα
βαθιά. Της έμαθε την γλώσσα και σύντομα κατάφερε να ανέβει στην ιεραρχία του
‘’μαγαζιού’’ που στην πραγματικότητα μόνο μαγαζί δεν ήταν καθώς ήταν η
μεγαλύτερη επιχείρηση εμπορίας ζάχαρης στην Ευρώπη! Μέσα σε λίγους μόνο μήνες
είχε καταφέρει να γίνει διευθύντρια οικονομικών, η μάλλον συνδιευθύντρια γιατί έως
τότε τον κλάδο αυτό τον ήλεγχε ο Ανδρέας από μόνος του ,πράγμα που σήμαινε ότι
θα περνούσε αρκετό χρόνο μαζί του.
Ο 1ΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΒΕΝΕΤΙΑ
Το τέλος του
πρώτου χρόνου στην Βενετία βρίσκει την Ειρήνη λίγο πριν τον γάμο της
με τον Ανδρέα, οι οποίοι είχαν συνάψει δεσμό για αρκετούς μήνες.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και η Ειρήνη είχε αποφασίσει να επισκεφθεί την πατρίδα της ,για τις γιορτές,
μετά από καιρό ,επειδή την είχε πεθυμήσει. Τελικά, βρήκε ελεύθερο χρόνο από την
επιχείρηση που πλέον έλυνε και έδενε στο χώρο του εμπορίου ζάχαρης και
επισκέφθηκαν την Κέρκυρα με τον Ανδρέα.
Αυτό που έμελλε να αντικρίσει όμως δεν είχε
καμιά σχέση με αυτό που άφησε όταν έριξε μαύρη πέτρα πίσω της και έφυγε από την Κέρκυρα . Η οικογενειακή της
κατάσταση είχε αλλάξει εντελώς. Η μητέρα της της τα διηγήθηκε όλα: ‘’Παιδάκι
μου άκου να δεις, όλο αυτό τον καιρό που έλειπες άλλαξαν πολλά. Λίγες εβδομάδες
αφότου έφυγες, ένα βράδυ, και ενώ οι αδερφές σου φυλάγαν το σπίτι ,αφού ο
πατέρας σου ως συνήθως μεθούσε και γλένταγε στην ταβέρνα και εγώ δούλευα
νυχτερινή βάρδια, μας λήστεψαν. Οι αδίστακτοι ληστές δεν ήξεραν ότι λήστευαν το
πιο φτωχό σπίτι της γειτονιάς και δεν επρόκειτο να βρουν τίποτα. Όταν γύρισα
αντίκρισα τις αδερφές σου νεκρές και ο ιατροδικαστής είπε ότι είχαν κακοποιηθεί.
Πράγμα που επιβεβαίωσαν και οι γείτονες από τις φωνές που άκουσαν. Ο πατέρας
σου θεωρούσε ότι το φταίξιμο ήταν δικό μου και δεν μου το συγχωρούσε. Ώσπου ένα
βράδυ, αφότου με εξευτέλισε βρίζοντας με ,με μια ανάσα του που έζεχνε κρασί,
έπειτα με ξυλοφόρτωσε λες και ήταν κτήνος. Για καλή μου τύχη περνούσε απ’ έξω ο Αντρίκος που
πήγαινε στο λιμάνι για τις γνωστές δουλειές και με γλύτωσε από του Χάρου τα
δόντια. Όμως το τίμημα που μια ζωή μου ζητούσε να του πληρώσω για να σε πάρει
τελικά το πλήρωσε αυτός. Ο αθεόφοβος ο πατέρας σου ,σαν τώρα το θυμάμαι, τον
στραγγάλισε με τα γυμνά του χέρια. Τέλος, πρόφτασαν να έρθουν οι αρχές προτού
ερχόταν και εμένα η σειρά μου μετά το παλικάρι. Τώρα πια έχω απομείνει μονάχη
να είμαι ο περίγελος του νησιού και να κλαίω την μοίρα μου.’’ Της Ειρήνη δεν
μπορούσε να το χωρέσει ο νους της για το τι είχε μόλις ακούσει. Εντέλει
αποφάσισε να πάρει την μητέρα της πίσω στην Βενετία και αφού άφησε μερικά
λουλούδια στον τάφο του πρώτου της έρωτα, έτσι έπραξε.
Στην Βενετία
όλοι τους ασχολούνταν με τις πυρετώδεις προετοιμασίες για τον γάμο, πράγμα που βοηθούσε να ξεχνάει
έστω και για λίγο την άτυχη της μοίρα η μητέρα. Όσο η μέρα του γάμου πλησίαζε
μια μια οι υποχρεώσεις ολοκληρώνονταν. Η Ειρήνη είχε αγοράσει το εκλεκτό της
νυφικό και ο γαμπρός το κουστούμι του. Επίσης και το μέρος που θα γινόταν η
εκδήλωση ήταν φανταστικό. Ήταν ένα τρομερό μέγαρο στο Σεράγεβο της Βοσνίας,
επαρχίας της Αυστοουγγαρίας, το οποίο είχαν επιλέξει με οικονομικά κίνητρα
καθώς η εταιρεία είχε κάνει κάποια ανοίγματα και σε αυτές τις περιοχές και θα
ήταν καλή διαφήμιση . Αυτό το μέγαρο ήταν ανάλογο των καλεσμένων που θα
φιλοξενούσε, ,καθώς όλη η ευρωπαίκη αφρόκρεμα θα συναθροίζονταν σε αυτό τον
γάμο. Εκεί θα βρίσκονταν διακεκριμένες προσωπικότητες όπως ο πρίγκηπας και
διάδοχος της Αυστροουγγαρίας μαζί με την γυναίκα του.
Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Όλα ήταν
στην πένα. Ο μπουφές ήταν απέραντος και ήταν γεμάτος με σπάνια και εκλεκτά
εδέσματα. Το ζευγάρι και τα πεθερικά του έλαμπαν από χαρά, τα οποία είχαν
συνάψει και αυτά δεσμό αφού είχε περάσει καιρός από τότε που είχε πεθάνει η
μητέρα του Ανδρέα . Οι καλεσμένοι ήταν όλοι ιδιαίτερα κομψοντυμένοι, αλλά
περισσότερο από όλους τους καλεσμένους
ξεχώριζε το πριγκιπικό ζευγάρι της Αυστροουγγαρίας. Είχε δημιουργηθεί μεγάλος
ντόρος για τα μέτρα ασφαλείας, γιατί φαινόταν να ‘’κουφοβράζει’’ ένας πόλεμος
που ίσως και να ήταν παγκόσμιος. Εν τέλει όμως το ζεύγος έκρινε ότι δεν
χρειάζονταν προστασία. Μόλις ξεκίνησε το μυστήριο στο εκκλησάκι του μεγάρου
κάτι εντελώς αναπάντεχο συνέβη. Έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του πρίγκηπα.
Εκείνος στάθηκε τυχερός καθώς την σφαίρα απορρόφησε το σώμα της Είρηνης
τραυματίζοντας την θανάσιμα. Ο δράστης ήταν ένας Σέρβος πανσλαβιστής ο οποίος
κατάφερε και το έσκασε χωρίς να συλληφθεί. Η ατυχία της μητέρας συνέχιζε να την
ακολουθεί παντού. Μες στην ατυχία τους οι παρευρισκόμενοι του γάμου στάθηκαν
και τυχεροί διότι ο θάνατος της Ειρήνης ίσως είχε αποτρέψει έναν παγκόσμιο
πόλεμο.
Η ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Τελικά, ο
πόλεμος δεν αποφεύχθηκε. Στις 28 Ιουλίου ξέσπασε ο ‘’μεγάλος’’ πόλεμος και ο
Ανδρέας μαζί με τον πατέρα του και την πρώην κουνιάδα του κατέφυγαν στην Νότια
Αφρική για να γλιτώσουν από τον πόλεμο. Ο πατέρας της Είρηνης σκοτώθηκε στην
φυλακή σε μια εξέγερση. Εκείνοι εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα. Ο Ανδρέας συνέχιζε
να διαχειρίζεται τις επιχειρήσεις του από εκεί, αλλά δεν θέλησε ποτέ να αντικαταστήσει
τον έρωτα της ζωή του και η μητέρα της Ειρήνης έζησε χαρούμενη με τον Λουίτζι
έως τον θάνατο τους.